Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συρτή
4 εγγραφές [1 - 4]
σύρτη η [sírti] Ο30 : αμμόλοφος στο θαλάσσιο βυθό, που αλλάζει θέση και σχήμα ανάλογα με τη διεύθυνση και την ένταση των θαλάσσιων ρευμάτων.

[λόγ. < αρχ. Σύρτ(ις) -η `αμμόλοφος (στη Λιβύη)΄]

συρτή η [sirtí] Ο29 : πετονιά με ένα ή περισσότερα αγκίστρια για ψάρεμα από βάρκα που κινείται.

[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. συρτός]

σύρτης ο [sírtis] Ο10 : 1.μηχανισμός που κλείνει και ασφαλίζει εσωτερικά μια πόρτα ή κάποια άλλη σχετική κατασκευή και που αποτελείται από ένα μεταλλικό έλασμα που κινείται παλινδρομικά μέσα σε ανάλογη υποδοχή τοποθετημένη στο κούφωμα ή στο άλλο φύλλο της πόρτας· (πρβ. μάνταλο): Bάζω / βγάζω / τραβάω το σύρτη. Ο ~ μπαίνει στην πόρτα. 2. (τεχν.) ονομασία εξαρτήματος μηχανής, τορπίλης κτλ., που μοιάζει με σύρτη.

[ελνστ. σύρτης `σκοινί για τράβηγμα΄]

συρτός -ή -ό [sirtós] Ε1 : που τον σέρνουν ή που σέρνεται: Tον έφεραν συρτό στο σπίτι. Προχωρούσε με συρτά βήματα. Συρτό σουτ, χωρίς να υψώνεται η μπάλα. Συρτή φωνή, που παρατείνει την άρθρωση των λέξεων. || για κατασκευή, κυρίως για φύλλο κουφώματος, που ανοίγει και κλείνει, όταν το σύρουμε πλάγια και παράλληλα προς μια επιφάνεια, της οποίας αποτελεί κινητό τμήμα· συρόμενος: Συρτή πόρτα. Συρτά παντζούρια. || (ως ουσ.) ο συρτός*. συρτά ΕΠIΡΡ: Θα μετακινήσω ~ το τραπέζι, γιατί δεν μπορώ να το σηκώσω.

[ελνστ. συρτός `που σέρνεται΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες