Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπαραστέκομαι
1 εγγραφή
συμπαραστέκομαι [simbarastékome] Ρ (βλ. στέκομαι) : βοηθώ κπ. με την ηθική ή υλική υποστήριξη που του παρέχω: Οι φίλοι μου μου συμπαραστάθηκαν στην αρρώστια μου. Συμπαραστέκεται σε όλους όσοι τον έχουν ανάγκη.

[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του συμπαρίσταμαι κατά το παρίσταμαι > παραστέκομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες