Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σηματογράφος ο [simatoγráfos] Ο18 : κατακόρυφος ιστός σε πλοίο ή στην είσοδο λιμανιού για τη μετάδοση, με σήματα, διάφορων μηνυμάτων.
[λόγ. σηματο- + -γράφος]