Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σέπια η [sépia] Ο27α : 1. καστανόχρωμη χρωστική ουσία την οποία παρήγαν αρχικά από το μελάνι της σουπιάς. 2. σχέδιο που έχει γίνει με σέπια.
[λόγ. αντδ. < νλατ. sepia (στη νέα σημ.) < λατ. sepia < αρχ. σηπία (δες στο σουπιά)]