Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάψαλο
1 εγγραφή
σάψαλο το [sápsalo] Ο41 : (οικ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ γέρου, αδύνατου, ζαρωμένου και κυρτού· χούφταλο.

[τουρκ. şapşal `κακοντυμένος΄ -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες