Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σάψαλο το [sápsalo] Ο41 : (οικ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ γέρου, αδύνατου, ζαρωμένου και κυρτού· χούφταλο.
[τουρκ. şapşal `κακοντυμένος΄ -ο]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[τουρκ. şapşal `κακοντυμένος΄ -ο]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |