Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροξ
1 εγγραφή
ροξ το [róks] Ο (άκλ.) : είδος γλυκίσματος. ροξάκι το YΠΟKΟΡ.

[αγγλ. rocks πληθ. της λ. rock]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες