Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προλεταριακός
1 εγγραφή
προλεταριακός -ή -ό [proletariakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον προλετάριο ή στο προλεταριάτο: Προλεταριακή επανάσταση / συνείδηση.

[λόγ. προλετάρι(ος) -ακός μτφρδ. γαλλ. prolétaire, prolétarien]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες