Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οστεώδης -ης -ες [osteóδis] Ε11 : 1. (για υλικό αντικείμενο) που η σύστασή του είναι όμοια με του οστού: ~ ουσία. 2. (για πρόσ.) που είναι πολύ αδύνατος, έτσι ώστε να φαίνεται ότι του έμειναν μόνο τα κόκαλα· κοκαλιάρικος: Οστεώδες σώμα / πρόσωπο. Bυζαντινές τοιχογραφίες με οστεώδεις μορφές αγίων.
[λόγ. < ελνστ. ὀστεώδης]