Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οριζόντιος -α -ο [orizóndios] Ε6 : 1. ANT κάθετος, κατακόρυφος. α. (αστρον.) που είναι παράλληλος με τον ορίζοντα και κάθετος προς την κατεύθυνση της βαρύτητας: Οριζόντιο επίπεδο. Οριζόντια διάθλαση. Οριζόντιες συντεταγμένες. Οριζόντιοι κύκλοι, μικροί κύκλοι της ουράνιας σφαίρας, παράλληλοι προς τον ορίζοντα. β. που είναι παράλληλος σε ένα επίπεδο, το οποίο συμβατικά θεωρείται οριζόντιο: Οριζόντια ευθεία, που με την κάθετη σχηματίζει ορθή γωνία. Οριζόντια γραφή, από αριστερά προς τα δεξιά ή αντίθετα. Οριζόντια ιδιοκτησία*. 2. (μτφ.) που γίνεται ή υπάρχει ανάμεσα στα κατώτερα στοιχεία ενός συνόλου ιεραρχικά δομημένου χωρίς παρέμβαση των ανωτέρων: Οριζόντιες επαφές μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας / των πολιτιστικών συλλόγων μιας πόλης / των οργανώσεων βάσης ενός κόμματος. Οριζόντια συνδικαλιστική οργάνωση, για το εργατικό κέντρο κάθε πόλης.
οριζόντια & οριζοντίως ΕΠIΡΡ: Tο σταυρόλεξο συμπληρώνεται ~ και κάθετα / οριζοντίως και καθέτως. [λόγ. < γαλλ. horizontal < horizont- < αρχ. ὁρίζοντ- (δες ορίζοντας) -al = -ιος· λόγ. οριζόντι(ος) -ως]