Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονόπρακτος -η -ο [monópraktos] Ε5 : (θέατρ.) που αποτελείται από μία μόνο πράξη: Mονόπρακτο (θεατρικό) έργο και ως ουσ. το μονόπρακτο.
[λόγ. μονο- + πρακ- (πράξις) -τος μτφρδ. γαλλ. en un acte ή γερμ. Εinakter]