Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισογεμάτος
1 εγγραφή
μισογεμάτος -η -ο [misojemátos] Ε3 : που είναι γεμάτος κατά το ήμισυ: Mισογεμάτη στάμνα. Mισογεμάτο λεωφορείο.

[μισο- 1 + γεμάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες