Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάινα [máina] : α. (ναυτ.) πρόσταγμα για να χαλαρωθούν τα σκοινιά, να υποσταλούν τα πανιά κτλ.: ~ το σκοινί / την αλυσίδα / τα πανιά. β. (λογοτ.) πρόσταγμα για να ακινητοποιηθεί κτ.: ~ τη βάρκα ν΄ ανεβώ.
[βεν. maina προστ. του ρ. mainar `μαϊνάρω΄]
- μαινάδα η [menáδa] Ο26 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. καθεμιά από τις κατώτερες γυναικείες θεότητες που συνόδευαν το θεό Διόνυσο: Σάτυροι, Σιληνοί και μαινάδες. β. για τις γυναίκες που, σε έξαλλη κατάσταση, συμμετείχαν σε γιορτή του θεού Διονύσου: Xορός των μαινάδων. 2. για γυναίκα που βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. μαινάς, αιτ. -άδα (πρβ. μσν. μαινάδα)]
- μαϊνάρισμα το [mainárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαϊνάρω.
[μαϊναρισ- (μαϊνάρω) -μα]
- μαϊνάρω [maináro] Ρ6α : α. (ναυτ.) αφήνω κτ. ελεύθερο· χαλαρώνω, λασκάρω: ~ τα πανιά του πλοίου, τα μαζεύω. β. (λογοτ.) για κτ. που σταμα τά, που τελειώνει: Mαϊνάρισε η σφαγή / η φωτιά. || για κακοκαιρία κτλ., ηρεμώ, γαληνεύω: Mαϊνάρει η φουρτούνα / ο αέρας.
[βεν. mainar -ω]