Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουκούλλειος
1 εγγραφή
λουκούλλειος -α -ο [lukúlios] Ε6 : μόνο στην έκφραση λουκούλλειο γεύμα, πλούσιο, πολυτελές, χορταστικό γεύμα.

[λόγ. < ιταλ. luculliano < ανθρωπων. Lucull(o) (όν. αρχ. Ρωμαίου) -iano = -ειος (διαφ. το συγγ. ελνστ. τά Λουκούλλεια `γιορτές προς τιμή του Λούκουλλου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες