Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίμπα
1 εγγραφή
λίμπα [límba & líba] (άκλ.) : κυρίως στη ΦΡ τα κάνω ~, προξενώ πολύ μεγάλη καταστροφή, αναστάτωση: Πάνω στο μεθύσι του τα έκανε όλα ~· ΣYN ΦΡ γυαλιά καρφιά.

[αντδ. < ιταλ. (νότ. διάλ.) limba `μεγάλη λακκούβα΄ (και παλιά ελλην. σημ.) < υστλατ. lembus `μικρό, γρήγορο ιστιοφόρο΄ < αρχ. λέμβος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες