Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρεατωμένος -η -ο [kreatoménos] Ε3 : (οικ.) α. (για πρόσ.) ο παχουλός, ο ευτραφής. β. για κομμάτι από σφάγιο που έχει πολύ κρέας σε σχέση με τα κόκαλα.
[κρεατ- (κρέας) -ωμένος]