Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουτσουπιά η [kutsupxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η χαρουπιά.
[κουτσούπ(ι) -ιά, κουτσούπι: `υπόλοιπο κορμού δέντρου κοντά στη ρίζα που μοιάζει με κούτσουρο΄, επειδή τα άνθη της βγαίνουν πολύ κοντά στον κορμό < (;)]