Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοπέφτω
1 εγγραφή
καλοπέφτω [kalopéfto] Ρ αόρ. καλόπεσα και καλοέπεσα, απαρέμφ. καλοπέσει : (οικ.) πέφτω σε καλά χέρια. α. καλοπαντρεύομαι. β. για παιδί, που το αντιμετωπίζει ο προστάτης ή ο κηδεμόνας του με αγάπη και φροντίδα.

[καλο- + πέφτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες