Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
κακοσύνη η [kakosíni] Ο30α : (λογοτ.) 1. κακότητα. 2. κακοκαιρία.

[μσν. κακοσύνη < κακ(ός) -οσύνη]

κακοσυνηθίζω [kakosiniθízo] Ρ2.1α μππ. κακοσυνηθισμένος : αποκτώ κακές συνήθειες, κυρίως συνηθίζω σε έναν εύκολο τρόπο ζωής και δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ σε μια κατάσταση που απαιτεί προσπάθεια ή στέρηση· κακομαθαίνω: Kακοσυνηθίσαμε με τα καλοριφέρ και δεν αντέχουμε το κρύο. || κάνω κπ. να αποκτήσει κακές συνήθειες.

[κακο- + συνηθίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες