Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάκητα
1 εγγραφή
κάκητα η [kákita] Ο27α : (λαϊκότρ., λογοτ.) κακία, έχθρα.

[μσν. κάκητα < κακ(ός) -ητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες