Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισοτελής -ής -ές [isotelís] Ε10 : 1. που καταβάλλει τα ίδια τέλη, τους ίδιους φόρους με κπ. άλλο. 2. (ιστ.) στην αρχαία Aθήνα, για μέτοικο που είχε πλήρη αστικά αλλά όχι και πολιτικά δικαιώματα και που φορολογούνταν όπως οι υπόλοιποι Aθηναίοι πολίτες.
[λόγ. < αρχ. ἰσοτελής (στη σημ. 2)]