Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισομερ
2 εγγραφές [1 - 2]
ισομέρεια η [isoméria] Ο27 : α. η ιδιότητα του ισομερούς, η ισότητα των μερών που απαρτίζουν κτ. β. (χημ.) το φαινόμενο κατά το οποίο χημικές ενώσεις με διαφορετικές φυσικές και χημικές ιδιότητες, έχουν την ίδια εκατοστιαία σύνθεση και το ίδιο μοριακό βάρος.

[λόγ.: α: ελνστ. ἰσομέρεια `ισότητα΄· β: γαλλ. isomérie < isomèr(e) = ισομερ(ής) -ie = -εια]

ισομερής -ής -ές [isomerís] Ε10 : α. που αποτελείται από ίσα μέρη ή που γίνεται κατά ίσα μέρη: ~ κατανομή. β. (χημ.) Iσομερείς χημικές ενώσεις / ισομερή σώματα, που παρουσιάζουν το φαινόμενο της ισομέρειας.

[λόγ.: α: ελνστ. ἰσομερής· β: γαλλ. isomère (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰσομερής `διαιρεμένος ίσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες