Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιντερμέδιο
1 εγγραφή
ιντερμέδιο το [interméδio] Ο41 : 1. αυτοτελές θεατρικό επεισόδιο που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο πράξεων θεατρικού έργου· (πρβ. ιντερμέτζο): Στο νεότερο θέατρο, όπου απαιτείται μια αυστηρή ενότητα στη δράση, έχουν καταργηθεί τα ιντερμέδια. 2. (μτφ.) χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται: Ο σύντομος δεσμός της με τον τάδε ήταν ένα ευχάριστο ~ στη βασανισμένη της ζωή.

[λόγ. ιντερμέδιον < ιταλ. intermedio (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες