Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ινστρούχτορας ο [instrúxtoras] Ο5 : (πολ., συχνά ειρ.) καθοδηγητής και ιδίως για καθοδηγητή κομμουνιστικής οργάνωσης ή κόμματος.
[λόγ. ινστρούκτ(ωρ) -ορας με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ρωσ. instrouctor (στη νέα σημ.) < γαλλ. instructeur `εκπαιδευτής΄]