Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ινδόχοιρος
1 εγγραφή
ινδόχοιρος ο [inδóxiros] Ο20 : το ινδικό χοιρίδιο.

[λόγ. Iνδ(ία) -ο- + χοίρος μτφρδ. γαλλ. cochon d΄Inde]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες