Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαμανφουτίστας
1 εγγραφή
ζαμανφουτίστας ο [zamanfutístas] Ο3 θηλ. ζαμανφουτίστρια [zamanfu tístria] Ο27 : αυτός που αδιαφορεί εντελώς για ό,τι θα έπρεπε να τον ενδιαφέρει και να τον απασχολεί: Kανείς βέβαια δεν περίμενε από έναν τέτοιο ζαμανφουτίστα να δείξει ενδιαφέρον.

[προσαρμ. στη δημοτ. του λόγ. ζαμανφουτιστής κατά το επίθημα -ίστας < γαλλ. je-m΄en-foutiste (δες στο ζαμάν φου) (-iste = -ιστής)· λόγ. ζαμανφουτισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες