Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουγλάσειος
1 εγγραφή
δουγλάσειος -ος / -α -ο [δuγlásios] Ε15 : (ανατ.) ~ χώρος, πτυχή του περιτοναίου.

[λόγ. < αγγλ. ανθρωπων. Douglas (Σκοτσέζος γιατρός) -ειος (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες