Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γονυκλινής -ής -ές [γoniklinís] Ε10 : (λόγ.) γονατιστός, συνήθ. για στάση σεβασμού: Προσεύχεται ~.
[λόγ. < ελνστ. γονυκλινής]
- γονυκλισία η [γoniklisía] Ο25 : (λόγ.) γονατιστή στάση, γονάτισμα, για ένδειξη θρησκευτικού σεβασμού και ικεσίας· (πρβ. μετάνοια 2).
[λόγ. < ελνστ. γονυκλισία]
- γονυπετής -ής -ές [γonipetís] Ε10 : (λόγ.) γονατιστός, συνήθ. για στάση ικεσίας.
[λόγ. < αρχ. γονυπετής]



