Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόας
1 εγγραφή
βόας ο [vóas] Ο3 : ονομασία μεγάλων φιδιών της N. Aμερικής. || ~ σφιγκτήρας, είδος που ζει στη Bραζιλία.

[λόγ. < αγγλ. boa (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες