Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουτσί
1 εγγραφή
βουτσί το [vutsí] Ο43 : (λαϊκότρ.) βαρέλι.

[μσν. βουτσί(ον) < βουτί(ο)ν (ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ) υποκορ. του ελνστ. βούτις < υστλατ. buttis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες