Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυριανισμός ο [avrianizmós] Ο17 : (πολ., συνήθ. μειωτ., επικριτικά) ακραίος λαϊκισμός στη δημοσιογραφία και στην πολιτική πρακτική· (πρβ. κιτρινισμός, λαϊκισμός).
[λόγ. Aυριαν(ή) (τίτλος εφημερίδας) -ισμός]