Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρμπαρόριζα
1 εγγραφή
αμπαρόριζα η [ambaróriza] & αρμπαρόριζα η [arbaróriza] Ο27 : φυτό με αρωματικά φύλλα τα οποία χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως μυρωδικό και των οποίων το αφέψημα διευκολύνει την πέψη.

[αρμπα-: ιταλ. *albarosa παρετυμ. ρίζα και τροπή [l > r] πριν από [b] · αμπα-: < αρμπαρόριζα με ανομ. αποβ. του πρώτου από τα τρία [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες