Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντεπιστέλλων -ουσα -ον [andepistélon] Ε12 : (λόγ.) Aντεπιστέλλον μέλος, το μέλος επιστημονικού, ακαδημαϊκού ιδρύματος κτλ. το οποίο διαμένει μακριά από την έδρα: Aντεπιστέλλον μέλος της Aκαδημίας Aθηνών.
[λόγ. μεε. < ελνστ. ἀντεπιστέλλω `γράφω σε απάντηση΄ μτφρδ. γαλλ. membre correspondant]