Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρακένιο
1 εγγραφή
ανθρακένιο το [anθrakénio] Ο42 : (χημ.) αρωματικός υδρογονάνθρακας.

[λόγ. < γαλλ. antrhacèn(e) -ιον (antrhac(o)- = ανθρακ(ο)-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες