Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβοώ
1 εγγραφή
αναβοώ [anavoó] Ρ10.1α : (λόγ.) σε ρητορικό ύφος, φωνάζω δυνατά, συνήθ. από έκπληξη, πόνο, θλίψη κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἀναβοῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες