Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλφαμίτης
1 εγγραφή
αλφαμίτης ο [alfamítis] Ο10 : (προφ.) στρατιώτης ή υπαξιωματικός που υπηρετεί στην υπηρεσία ασφάλειας της μονάδας του: Ο ~ φρουρός της πύλης του στρατοπέδου.

[άλφα + μ(ι) -ίτης < αρκτικόλ. A(στυνομία) Μ(ο νάδος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες