Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλαγαλλικά
1 εγγραφή
αλαγαλλικά [alaγaliká] επίρρ. : (οικ.) κρυφά και βιαστικά: Tο ΄σκασε / το ΄στριψε ~.

[λόγ. αλα- + γαλλικά μτφρδ. ιταλ. alla francese (ίσως από τα αγγλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες