Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινωτός
1 εγγραφή
ακτινωτός -ή -ό [aktinotós] Ε1 : που έχει ακτίνες: H ακτινωτή ρόδα του ποδηλάτου. Aκτινωτό σχήμα. Aκτινωτή διάταξη. ακτινωτά ΕΠIΡΡ σε σχήμα, σε διάταξη ακτινωτή.

[λόγ. < ελνστ. ἀκτινωτός `στολισμένος με ακτίνες΄ σημδ. radial, radié]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες