Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαρδία
1 εγγραφή
ακαρδία η [akarδía] Ο25 : (ιατρ.) έλλειψη καρδιάς σε θνησιγενές δίδυμο νεογνό.

[λόγ. < γαλλ. acardie < a- = α- 1 + αρχ. καρδ(ία) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες