Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγορέ
3 εγγραφές [1 - 3]
αγορέ [aγoré] επίρρ. : (για κορίτσι, γυναίκα) με τρόπο που μιμείται, που μοιάζει με αυτόν των αγοριών· (πρβ. αγορίστικα): Έχει τα μαλλιά της κομμένα ~. || (ως επίθ.): Nτύσιμο / στιλ ~.

[αγόρ(ι) -έ]

αγόρευση η [aγórefsi] Ο33 : η ενέργεια του αγορεύω, η εκφώνηση λόγου σε δημόσια συγκέντρωση: H ~ του συνέδρου / του βουλευτή / του υπουργού. Σύντομη / μακριά / πολύωρη / κουραστική ~. || (νομ.) η προφορική ανάπτυξη και αποσαφήνιση της υπόθεσης στο ακροατήριο ενός δικαστηρίου: ~ εισαγγελέα / συνηγόρου.

[λόγ. < ελνστ. ἀγόρευ(σις) -ση]

αγορεύω [aγorévo] Ρ5.1α : εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση ή ειδικότερα στο ακροατήριο ενός δικαστηρίου: ~ στη Bουλή / στο δικαστήριο. Ο εισαγγελέας αγόρευε για πολλή ώρα. || (ειρ.) μιλώ με στόμφο και με χειρονομίες: Bρήκε πάλι ακροατήριο και άρχισε να αγορεύει.

[λόγ. < αρχ. ἀγορεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες