Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβαρέλιαστος
1 εγγραφή
αβαρέλιαστος -η -ο [avarélastos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον έβαλαν σε βαρέλι: Aβαρέλιαστο τυρί.

[α- 1 βαρελιασ- (βαρελιάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες