Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκδοχο το [ékδoxo] Ο40 : (φαρμ.) κάθε ουσία φαρμακευτικώς ουδέτερη, που περιέχεται στη σύσταση ενός φαρμάκου, για να το κάνει κατάλληλο για λήψη.
[λόγ. < αρχ. ἐκ(δέχομαι) `δέχομαι από κπ.΄ -δοχον κατά το σχ.: αναδέχομαι - ανάδοχος (ουδ. κατά το φάρμακον) μτφρδ. γαλλ. excipient]