Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσιαχτος -η -ο [ásxaxtos] Ε5 : (οικ.) ασυγύριστος, αταχτοποίητος: Άφησε το δωμάτιό του άσιαχτο.
[α- 1 σιακ- (σιάχνω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[α- 1 σιακ- (σιάχνω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |