Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ούρα
95 εγγραφές [1 - 10]
αγιαστούρα η [ajastúra] & αγιαστήρα η [ajastíra] Ο25α : δέσμη από βασιλικό που ο ιερέας βουτάει σε αγιασμένο νερό: Mε την ~ ο παπάς ραντίζει το εκκλησίασμα / το καινούριο κτίριο / το καινούριο σκάφος.

[ελνστ. ἁγια στ(ήριον) `ιερός χώρος΄ > μσν. *αγιαστ-ούριν (κατά το επίθημα -ού ρι(ο)ν) > μεγεθ. -α· μσν. αγιαστήρ(ιον) μεγεθ. ]

αγριομούρης -α -ικο [aγriomúris] Ε9 : (λαϊκ.) που έχει άγριο, βλοσυρό πρόσωπο. || (ως ουσ.).

[αγριο- + μούρ(η) -ης]

αλεποουρά η [alepourá] Ο24 : η ουρά της αλεπούς.

[αλεπ(ού) -ο- + ουρά]

αλογομούρης ο [aloγomúris] Ο11 θηλ. αλογομούρα [aloγomúra] Ο25α : (προφ., μειωτ.) αυτός που το πρόσωπό του μοιάζει με του αλόγου: Άντε βρε αλογομούρη!

[αλογο- + μούρ(η) -ης· αλογομούρ(ης) -α]

αλογοουρά η [aloγourá] Ο24 : 1.η ουρά του αλόγου: Bούρτσα με τρίχες από ~. 2. είδος χτενίσματος: Φτιάχνει τα μαλλιά της ~.

[1: αλογο- + ουρά· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. queue de cheval]

αλογουρά η [aloγurá] Ο24 : (προφ.) η αλογοουρά.

[< αλογοουρά με αποφυγή της χασμ.]

ανακατωσούρα η [anakatosúra] Ο25α : (οικ.) 1. έλλειψη τάξης. α. ακαταστασία: ~ είναι αυτή στο δωμάτιό σου; β. αναστάτωση, φασαρία που προκαλεί η παρουσία πολλών ατόμων που κινούνται ασυντόνιστα σε ένα χώρο: Mέσα στην ~ δεν τον πρόσεξε κανένας / ξέχασα να πάρω την τσάντα μου. 2. (μτφ.) ανάμειξη σε ξένες υποθέσεις, που καταλήγει σε καβγά: Mας έκανε μια ~, μ΄ αυτά που είπε! 3. τάση για εμετό· ανακάτεμαI2α.

[ανακατωσ- (ανακατώνω) -ούρα]

ανακατωσούρης -α -ικο [anakatosúris] Ε9 : (οικ.) που ανακατώνεται σε ξένες υποθέσεις και βάζει διαβολές· ανακατωσιάρης.

[ανακατωσούρ(α) -ης]

ανεμοδούρα η [anemoδúra] Ο25α : 1α.ανεμοδείκτης. || (επέκτ.) διάφορα όργανα που η λειτουργία τους θυμίζει περιστρεφόμενη ανεμοδούρα (π.χ. στο χειροκίνητο εκκοκιστήριο, στην ανέμη, κ.ά.). β. (μτφ.) άστατος χαρακτήρας. 2α. ισχυρός άνεμος, ανεμοστρόβιλος με άστατη κατεύθυνση. β. ανεμοδόχος (πλοίου κτλ.).

[μσν. ανεμοδούρα, ανεμοδούριον < άνεμος ίσως κατά το σημαδούρα (αν η λ. είναι μσν.)]

αστακοουρά η [astakourá] Ο24 : το κρέας του αστακού, εκτός από τα πόδια και το κεφάλι, που τρώγεται συνήθ. αποξηραμένο.

[αστακ(ός) -ο- + ουρά]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες