Γραμματικές της νέας Ελληνικής 

Holton, D., P. Mackridge & E. Φιλιππάκη-Warburton. Γραμματική της ελληνικής γλώσσας. 

Γιάννης Βελούδης 

Holton, David, Peter Mackridge, Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton. Γραμματική της ελληνικής γλώσσας. Μτφρ. Β. Σπυρόπουλος. Αθήνα: Πατάκης 1999. Τίτλος πρωτοτύπου Greek: A Comprehensive Grammar of the Modern Language (Λονδίνο: Routledge, 1997). Σελ. 495.

Η Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας των David Holton, Peter Mackridge και Ειρήνης Φιλιππάκη-Warburton (στο εξής ΓΕΓ) είναι μια λαμπρή γραμματική της ελληνικής των αστικών κέντρων, για τρεις κυρίως λόγους:

Γιατί σέβεται απόλυτα το στόχο της, την «ερμηνευτική και περιγραφική παρουσίαση και ανάλυση της σύγχρονης Ελληνικής» (σελ. xxiii). Διευρύνοντας σημαντικά τις τυπικές υποχρεώσεις μιας συγχρονικής γραμματικής η ΓΕΓ ανοίγει τον ορίζοντα της ανάλυσης και σε ορισμένες περιπτώσεις προχωρεί σε βάθος λεπτομερειών ικανό να κινητοποιήσει ειδικότερες επιστημονικές αναζητήσεις, αν δεν αντιστοιχεί κιόλας στα πρώτα τους βήματα.

Γιατί σέβεται το αντικείμενό της, εφαρμόζοντας με ευλάβεια τη σχετική γλωσσολογική εντολή. Η ΓΕΓ περιγράφει και αναλύει τη γλωσσική γνώση των φυσικών ομιλητών/ομιλητριών όπως αναδύεται από την τρέχουσα χρήση, χωρίς να παρεμβαίνει συμβουλεύοντας (άμεσα ή, ακόμη χειρότερα, έμμεσα) «για το τι είναι "σωστό" και τι "λάθος"».

Γιατί σέβεται το κοινό της, και μάλιστα, όχι μόνο με την έννοια της προηγούμενης παραγράφου. Η ΓΕΓ απευθύνεται σε «ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων - από εκείνους που δεν έχουν λάβει καμιά επίσημη γλωσσολογική εκπαίδευση και τους ενήλικες μαθητές της γλώσσας που έχουν μια βασική μόνο γνώση της ελληνικής, μέχρι και αυτούς που επιδεικνύουν υψηλή επάρκεια στη γραπτή ή/και στην προφορική επικοινωνία». (Μαζί τους θα πρέπει να λογαριάζουμε ως ένα βαθμό και τους/τις γλωσσολόγους: «η Γραμματική μας δεν απευθύνεται πρωταρχικά στους θεωρητικούς γλωσσολόγους, μολονότι ελπίζουμε ότι κι εκείνοι θα βρουν αρκετές διαφωτιστικές πληροφορίες μέσα σ' αυτή» - στην περίπτωσή μου τουλάχιστον, αυτή η ελπίδα των συγγραφέων εκπληρώθηκε αρκετές φορές). Η διαθέσιμη από το σχολείο ορολογία διατηρείται λειτουργικά στο κείμενο, άλλοτε εμβολιασμένη άλλοτε συμπληρωμένη με τις αναγκαίες γλωσσολογικές διακρίσεις. Με τον τρόπο αυτό δεν χάνεται η επαφή με τις γνωστές παραδοσιακές κατηγορίες, και δεν αποθαρρύνεται ο/η μη γλωσσολόγος που θα ήθελε να ανατρέξει στη ΓΕΓ: ο χώρος τού/τής φαίνεται οικείος, αλλά την ίδια στιγμή οι παραχωρήσεις στη γλωσσολογική ακρίβεια -σε κάποιες περιπτώσεις στο βάθος- είναι στην πραγματικότητα μικρές· και το πιο σημαντικό, η λεπτή ισορροπία σε λίγες μόνο περιπτώσεις (βλ. παρακάτω) φαίνεται να διαταράσσεται. «Προσπαθήσαμε», μας λένε οι συγγραφείς (σελ. xxvi), «να συμπεριλάβουμε οτιδήποτε είναι πρακτικά χρήσιμο στον αναγνώστη. Αυτό σημαίνει ότι, αν και εκμεταλλευτήκαμε πλήρως τις σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις και τις σύγχρονες μελέτες που έχουν γίνει για την ελληνική μέσα στα πλαίσια διαφόρων προσεγγίσεων, έχουμε γενικά αποκλείσει θεωρητικές δηλώσεις και δεσμεύσεις […] Μολονότι είναι πλήρως ενημερωμένη σχετικά με τις σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις, η οργάνωση της Γραμματικής είναι σε μεγάλο βαθμό παραδοσιακή […]. Για τον λόγο αυτό, πιστεύουμε ότι η παρούσα Γραμματική είναι εύχρηστη».

Αυτό το πήγαινε-έλα της βελόνας, χωρίς να φτάνει ποτέ στο κόκκινο μιας απροσπέλαστης τεχνικής ανάλυσης ή στο μηδέν μιας στείρας παράθεσης γραμματικών τύπων, είναι για μένα το πιο χαρακτηριστικό, αν και ριψοκίνδυνο και προκλητικό, στοιχείο του εγχειρήματος. Διατρέχοντας τη ΓΕΓ οι μη γλωσσολόγοι φυσικοί ομιλητές/φυσικές ομιλήτριες βλέπουν να ξεδιπλώνεται μπροστά τους η ίδια η γλωσσική τους γνώση. Συνδιαλέγονται μάλλον με το κείμενο, παρά το διαβάζουν απλώς: αναγνωρίζουν σ' αυτό ομοιότητες, διαφορές, και σχέσεις που ήδη γνώριζαν και δεν ήταν σε θέση μέχρι εκείνη τη στιγμή να τις εκθέσουν. Κι αυτό γιατί η ΓΕΓ, ως όφειλε, έρχεται να κάνει διαθέσιμη -στον βαθμό που η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα τη βοηθάει να το επιτύχει- την ενδιάθετη γνώση όσων χρησιμοποιούν με επάρκεια την ελληνική.

Αν όσα προηγήθηκαν αρκούν για να φωτίσουν τον χαρακτήρα αυτού του έργου των 500 περίπου σελίδων, ας δοκιμάσουμε να περάσουμε και στα ειδικότερα χαρακτηριστικά του. Η ΓΕΓ διαρθρώνεται σε τρία μέρη με μια ενδιαφέρουσα «γεωμετρία». Καθώς το δεύτερο είναι μεγαλύτερο από το πρώτο και το τρίτο μεγαλύτερο από το δεύτερο, έχει κανείς την αίσθηση ότι κινείται σ' ένα πεδίο ανάλυσης που διευρύνεται συνεχώς: η αρχική γωνία της θέασης παραμένει σταθερή, οι πλευρές της όμως, όσο επιμηκύνονται, ανοίγουν όλο και περισσότερο τον ορίζοντα του κυκλικού της τομέα. Δύο πρόλογοι (ο πρώτος αφορά την ελληνική έκδοση και υπογράφεται από την καθηγήτρια Ει. Φιλιππάκη-Warburton) δίνουν εξηγήσεις γι' αυτήν τη «γωνία», ενώ τρία Παραρτήματα κι ένα Γλωσσάρι γραμματικών όρων μας ειδοποιούν για το τέλος της ανάλυσης.

Το Μέρος Α΄ (σελ. 1-43) απαρτίζουν δύο κεφάλαια. Το πρώτο καταπιάνεται με το φωνολογικό σύστημα και το δεύτερο με το σύστημα γραφής - αυτή η διατύπωση είναι ίσως προτιμότερη από την περιγραφικά ισοδύναμη 'γραφικό σύστημα' που απαντά στο κείμενο. Στο πρώτο κεφάλαιο (ενότητες 1.1-1.6) εξετάζονται το φωνηεντικό και το συμφωνικό σύστημα της ελληνικής, οι ελάχιστες φωνηεντικές και συμφωνικές μονάδες της-φορείς διακριτικής λειτουργίας (οι δεύτερες μάλιστα διακρίνονται με τρόπο διαφορετικό από τον ευρύτερα αποδεκτό· πρβ. Σετάτος 1974)· αποκαλύπτονται οι παράγοντες που έχουν λόγο στην κατανομή τους, αλλά και μια σειρά από φωνολογικά φαινόμενα που επηρεάζουν τη φωνολογική δομή των μορφημάτων στο εσωτερικό των λέξεων, π.χ. /sin-ponό/ → [si(m)bonό], ή και τη φωνολογική δομή των ίδιων των λέξεων, π.χ. /δen katálava/ → [de(ŋ)gatálava] ('αφομοίωση'). Ο τόνος και τα φωνολογικά φαινόμενα που επηρεάζουν τη θέση του στα όρια της λέξης και της φωνολογικής λέξης ('έγκλιση του τόνου') μαζί με τον επιτονισμό είναι τα θέματα που ολοκληρώνουν τη συζήτηση. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται το ελληνικό αλφάβητο, θίγονται ζητήματα ορθογραφίας (παραλλαγές, μεταγραφή των μη αφομοιωμένων ξένων λέξεων, χρήση των λατινικών χαρακτήρων, κλπ.· ενότητα 2.1) και παρατίθενται οι κανόνες του μονοτονικού· επιπλέον, σε μια ένθετη στο κείμενο υποσημείωση με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία -τεχνική στην οποία καταφεύγουν σε αρκετές περιπτώσεις οι συγγραφείς- γίνεται εκτεταμένη αναφορά στο πολυτονικό σύστημα (ενότητα 2.2). Η τελευταία ενότητα του κεφαλαίου (2.3) αναφέρεται στη στίξη.

Το Μέρος Β΄ (σελ. 45-185) παρουσιάζει αναλυτικά την κλιτική και την παραγωγική μορφολογία της γλώσσας. Το σύστημα κλίσης του άρθρου (ενότητα 1), του ουσιαστικού (ενότητα 2), του επιθέτου (ενότητα 3) με την εσωτερική τους ποικιλία, οι μορφολογικοί μηχανισμοί παραγωγής των επιρρημάτων από επίθετα (ενότητα 4), η κλιτική διαφοροποίηση των αντωνυμιών και των προσδιοριστών στην ισχυρή και την ασθενή τους εκδοχή (ενότητα 5), οι κλιτοί τύποι των αριθμητικών (ενότητα 6), και πάνω απ' όλα το ρηματικό σύστημα, που παίρνει και τη μερίδα του λέοντος σ' αυτό το κεφάλαιο (ενότητα 7), δείχνουν πώς αξιοποιεί η ελληνική τον μηχανισμό της τροποποίησης λέξεων καταχωρισμένων στο λεξικό με τη βοήθεια καταλήξεων που προστίθενται σε ένα θέμα, προκειμένου να συνδυάσει κάθε φορά την ομοιότητα (:ίδια λέξη ή ίδιος τύπος λέξης) με τη διαφορά (:φορέας διαφορετικής γραμματικής λειτουργίας, κατά τις επιταγές του συγκεκριμένου περιβάλλοντος): αν η κλίση του άρθρου, του ουσιαστικού, του επιθέτου, κλπ., έπρεπε να πάρει υπόψη της δύο παράγοντες κατ' αυτήν την τροποποίηση, το 'γένος' και τον 'αριθμό', η κλίση του ρήματος οφείλει να συμμορφώνεται προς το 'πρόσωπο' (εγώ/εσύ/κτλ.), τον 'αριθμό' (εγώ/εμείς, κλπ.), το 'ποιόν ενεργείας' (συνοπτικό/μη συνοπτικό, κτλ.), τον 'χρόνο' (ενεστώτας, απλός παρελθοντικός / παρατατικός, συνοπτικός/μη συνοπτικός μέλλοντας, κτλ.), τη 'φωνή' (ενεργητική / παθητική) αλλά και την 'έγκλιση'.

Ορισμένες ορολογικές παρατηρήσεις έχουν, νομίζω, θέση στο σημείο αυτό (στα ζητήματα που θέτουν, πάντως, θα επανέλθουμε και κατά την παρουσίαση του Μέρους Γ΄). Ως απόδοση του αγγλικού όρου aspect θα προτιμούσα τον επίσης καθιερωμένο στην ελληνική βιβλιογραφία όρο 'όψη' (Τζεβελέκου 1989) ή 'άποψη' (Μόζερ 1994), φυλάγοντας το 'ποιόν ενεργείας' για κάτι άλλο: αν πράγματι με τη διάκριση έγραψα/έγραφα αναδεικνύεται «ο τρόπος με τον οποίο μια ενέργεια γίνεται αντιληπτή από τον ομιλητή κατά τη χρονική στιγμή του εκφωνήματος» (σελ. 113), συνοπτικά (έγραψα) ή μη συνοπτικά (έγραφα), τότε η διαφορά δεν έχει να κάνει με το ποιόν της ενεργείας καθαυτής (η ενέργεια παραμένει η ίδια), αλλά με το πώς ο ομιλητής/η ομιλήτρια μας καλεί να «δούμε» το εν λόγω γεγονός: κατά τη δική του/της εκτίμηση των αναγκών της περίστασης, μπορεί να επιλέξει να εγγράψει στο ρήμα τον εσωτερικό χρόνο της εκδήλωσης της σχετικής δραστηριότητας (έγραφα) ή να μην τον εγγράψει (έγραψα), αν και κατά τα άλλα αναφέρεται στο ίδιο γεγονός γραψίματος. Το 'ποιόν ενεργείας' ως όρος φαίνεται να προσφέρεται μάλλον για την περιγραφή διακρίσεων ανάμεσα σε κατηγορίες ρημάτων, π.χ. 'καταστασιακά' (ανήκω)/'δυναμικά' (κτίζω). (Για τέτοιες διακρίσεις, που φαίνεται να έχουν υπόψη τους το πώς εκδηλώνεται στον κόσμο αυτό που σημαίνει το ρήμα, χρησιμοποιείται συχνά ο όρος Aktionsart).

Προσυπογράφω τις επιφυλάξεις της Theophanopoulou-Kontou (2000, 267) σχετικά με την αντικατάσταση του παραδοσιακού όρου 'αόριστος' από τον όρο 'απλός παρελθοντικός'. Ο τελευταίος αποκτά περιγραφική ακρίβεια μόνο μέσω της αναγωγής μας στην αγγλική π.χ. ορολογία (simple past). Κατά τα άλλα, και ο παρατατικός (έγραφα) είναι τόσο 'παρελθοντικός' και 'απλός' όσο ο 'απλός παρελθοντικός' (έγραψα). Θα ήταν ίσως προτιμότερη, και αναλογικότερη προς τη διάκριση 'συνοπτικός/μη συνοπτικός μέλλοντας' του κειμένου, η επιλογή 'συνοπτικός/μη συνοπτικός παρελθοντικός' για τον αόριστο και τον παρατατικό, αντίστοιχα.

Ακόμη, θα πρέπει να υποδεχθούμε με προσοχή την υιοθέτηση του όρου 'εξαρτημένος' για τη λεγόμενη υποτακτική του αορίστου, π.χ. γράψω, που δεν απαντά κανονικά μόνη της. Ο χαρακτηρισμός αφορά ακριβώς τη δυνατότητα εμφάνισης του τύπου καθαυτού: μπορεί να σταθεί μόνο στο περιβάλλον συγκεκριμένων μορίων, κατά κύριο λόγο, του να ή του θα -είτε είναι φυσικά παρόντα είτε εξυπακούονται-, αντιστοιχώντας ανάλογα στη συνοπτική εκδοχή της υποτακτικής έγκλισης ή του μέλλοντα χρόνου. Κατά τα άλλα, και σ' ό,τι αφορά την κατανομή ειδικότερα, και το μη συνοπτικό γράφω είναι εξίσου «εξαρτημένο» από την παρουσία του να π.χ. ως τύπος (της μη συνοπτικής εκδοχής) της υποτακτική ή του θα ως τύπος (της μη συνοπτικής εκδοχής) του μέλλοντα, ή ακόμη από την απουσία οπουδήποτε μορίου ως τύπος της οριστικής του ενεστώτα.

Για να ολοκληρώσουμε όμως την παρουσίαση του Μέρους Β΄, στην κατακλείδα του (ενότητα 8) εξετάζονται οι μορφολογικοί μηχανισμοί που διαθέτει η ελληνική για την ανανέωση του λεξιλογίου της με ίδια μέσα - ό,τι ονομάσαμε ήδη 'παραγωγική μορφολογία'. (Διαφωτιστική θα ήταν με την ευκαιρία αυτή μια εκτεταμένη αναφορά, έστω και με τον τρόπο των μικρότερων τυπογραφικών στοιχείων, στην άλλη πηγή ανανέωσης του λεξιλογίου, τον δανεισμό, καθώς θα έδινε στους συγγραφείς τη δυνατότητα να διαλύσουν για το κοινό τους μια σειρά μύθους περί τη διαχρονία αλλά και τη συγχρονία της ελληνικής· βλ. σχετικά κείμενα στον Χάρη 2001). Γίνεται λόγος επιλεκτικά μόνο, αφού «το διαθέσιμο υλικό είναι τεράστιο» (σελ. 178), για την επιθηματοποίηση, την προσθήκη ενός επιθήματος στο τέλος του θέματος, π.χ. μικρός → μικρούλης, για να περιοριστούμε σε ένα παράδειγμα υποκορισμού (ενότητα 8.1), την προθηματοποίηση, την προσθήκη ενός επιθήματος στην αρχή του θέματος, π.χ. παρα-οικονομία, (ενότητα 8.2) και τη σύνθεση, τη συνένωση δύο ή και περισσότερων θεμάτων, π.χ. γραμματοσειρά (ενότητα 8.3). Πιστεύω (βλ. και Theophanopoulou-Kontou ό.π.) ότι στην εξέταση αυτών των ζητημάτων αναλογούσαν επιπλέον σελίδες, δεδομένης της προόδου που έχει σημειωθεί στη διερεύνησή τους κατά τα τελευταία χρόνια.

Το Μέρος Γ΄ (σελ. 189-460) επιγράφεται 'σύνταξη', αν και οι σημασιολογικές του παρατηρήσεις (πρβ. σελ. 196, 200, 202, 230, 318, και 430) θα δικαιολογούσαν ίσως τον τίτλο 'σύνταξη-σημασιολογία'. Το ρήμα (:συστατικά της ρηματικής φράσης, πρόσωπο και αριθμός, έγκλιση και τροπικότητα, φωνή, ποιόν ενεργείας και χρόνος, γερούνδιο, μετοχές, συνδετικά ρήματα), το ουσιαστικό (:συστατικά της ονοματικής φράσης, γένος, αριθμός, πτώσεις, άρθρα, επίθετο, αριθμητικά αντωνυμίες και προσδιοριστές), το επίρρημα (:είδη, βαθμοί, συντακτικές λειτουργίες), η πρόθεση (:συντακτικά χαρακτηριστικά της προθετικής φράσης, χρήσεις και κατάλογος των προθέσεων), και τέλος η πρόταση (:κύριες προτάσεις, σειρά των βασικών όρων της πρότασης, δευτερεύουσες προτάσεις, τα συντακτικά φαινόμενα της παράταξης, της σύγκρισης και της αναφοράς) είναι οι τίτλοι των θεμάτων -χωρίς να αναφερόμαστε στην εσωτερική τους ποικιλία- που πραγματεύονται εδώ οι συγγραφείς. Για να περιοριστώ σε ό,τι μπορεί να δώσει συνέχεια στις ορολογικές μας παρατηρήσεις λίγο πιο πάνω, η πολύ δύσκολη προσπάθεια να διατηρηθεί η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην παλιότερη και τη σύγχρονη αντίληψη των διακρίσεων του ρηματικού συστήματος αναλαμβάνεται κι εδώ. Ως βάση για τη συστηματοποίηση των ποικιλιών του (γραμματικού) 'χρόνου' επιλέγεται το 'ποιόν ενεργείας' (όψη, άποψη) - σωστά, αν πάρουμε υπόψη μας την καθολικότητα αυτής της κατηγορίας. Και η υποτακτική παίρνει αυτή τη φορά τη θέση της ανάμεσα στις εγκλίσεις της ελληνικής. Ορισμένα ζητήματα, ωστόσο, παραμένουν ανοιχτά. Μπορούμε να θεωρήσουμε ακριβή την περιγραφή 'συνοπτικός μη παρελθοντικός' για τον 'εξαρτημένο' τύπο γράψω, όταν ο χαρακτηρισμός αυτός περιλαμβάνει -ως περιγραφή- και τη συνοπτική εκδοχή του μέλλοντα χρόνου, θα γράψω; (Προσωπικά θα προτιμούσα τον τίτλο 'άχρονος συνοπτικός' για τον εξαρτημένο τύπο, καθώς η «μη παρελθοντικότητά» του φαίνεται να οφείλεται όχι τόσο σε δικά του χρονικά (= δεικτικά) χαρακτηριστικά, όσο στη σημασία των στοιχείων, θα, να, κλπ., από τα οποία «κρέμεται» η εμφάνισή του). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι στις δομές Αν (θα) τον έβλεπες, θα στενοχωριόσουνα και Ίσως (να) έρθει να μας δει (σελ. 222), π.χ., που ο εξαρτημένος εμφανίζεται χωρίς την υποστήριξη μορίων, αυτά είναι μολαταύτα εκεί; Με την καταφατική της απάντηση η ΓΕΓ έχει δώσει το έναυσμα για τον σχετικό θεωρητικό προβληματισμό. Μια σειρά από πρόσφατα άρθρα (Τσαγγαλίδης 2002α, 2002β˙ Τσαγγαλίδης & Κουτούπη-Κητή 2002) αρκούν για τη σχετική μαρτυρία, άσχετα αν αποδέχεται κανείς την κριτική που ασκούν.

Υπακούοντας στην υποχρέωση που ανέλαβα για την έκταση της παρουσίασης, οφείλω να διακόψω στο σημείο αυτό, αφήνοντας τόσο μόνο χώρο όσο χρειάζεται κανείς για να συνοψίσει τις εντυπώσεις του από βιβλίο - κάποια στοιχεία, άλλωστε, είχαν προκαταβληθεί από την αρχή του σημειώματος. Τη ζωντάνια της η ΓΕΓ την οφείλει, κατά τη γνώμη μου, στο διαρκή διάλογο που αναπτύσσει, ιδιαίτερα στο Μέρος Γ΄, με την ενδιάθετη γνώση της γλώσσας μας· αλλά, μπορούμε να συμπληρώσουμε τώρα, και με τον εαυτό της (είναι πολύ πυκνή η ανταπόκριση των εσωτερικών παραπομπών)· κι ακόμη, στον βαθμό που μπορώ να το ελέγξω, με τα ίδια τα βιώματα τουλάχιστον της μιας από τους συντελεστές της (τα παραδείγματα 4, σελ. 196, 1, σελ. 217, 1γ, σελ. 418, 8γ, σελ. 447 είναι αδιάψευστοι μάρτυρες για όσους/όσες γνωρίζουν)· κι ακόμη-ακόμη, κάτι που κράτησα για το τέλος, στην πολύ καλή δουλειά του μεταφραστή της, Βασίλη Σπυρόπουλου. Αν κάποιες αβλεψίες, μεταφραστικές ή μη, παραμένουν, είμαι βέβαιος ότι θα διορθωθούν στην επόμενη έκδοση της ΓΕΓ.

Βιβλιογραφικες αναφορες

  1. Χαρης, Γ. H. 2001. Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα. Αθήνα: Πατάκης.
  2. Μοζερ, Α. 1994. Ποιόν και απόψεις του ρήματος. Παρουσία, Παράρτημα 30. Αθήνα.
  3. Σετατος, Μ. 1974. Φωνολογία της κοινής νεοελληνικής. Αθήνα: Παπαζήση.
  4. Theophanopoulou-Kontou, D. 2000. Βιβλιοκρισία του Greek: A Comprehensive Grammar of the Modern Language των D. Holton, P. Mackridge, I. Philippaki-Warburton (ελληνική μετάφραση 1999), London: Routledge, 1997. Journal of Greek Linguistics 1 263-274.
  5. Τσαγγαλιδης Α. 2002α. Για τους «χρόνους» του νεοελληνικού ρήματος.Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 22 647-658.
  6. Τσαγγαλιδης, Α.2002β. Χρόνοι και εγκλίσεις στη νέα ελληνική. Στο Γλωσσολογικές Έρευνες για την Ελληνική ΙΙ (Πρακτικά του 5ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, Σορβόννη, 13-15 Σεπτεμβρίου 2001), επιμ. Ch. Clairis, 263-266. Παρίσι: L'Harmattan.
  7. Τσαγγαλιδης, Α. & Ε. Κουτουπη-Κητη. 2002. Ο εξαρτημένος ασυνόδευτος. Στο Recherches en linguistique grecque/Γλωσσολογικές Έρευνες για την Ελληνική (Πρακτικά του 5ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας, Σορβόννη, 13-15 Σεπτεμβρίου 2001), επιμ. Ch. Clairis, 309-312. Παρίσι: L'Harmattan.
  8. Τζεβελεκου, Μ. 1989. Χρόνος, ρηματική όψη και ποιόν ενεργείας: πλευρές των σχέσεών τους. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 9: 369-388.
Τελευταία Ενημέρωση: 25 Μάϊ 2007, 18:07