Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀτσίπωτος
1 εγγραφή
ατσίπωτος, επίθ.
  • (Mεταφ.) αδιάντροπος:
    • ατσίπωτε, αδιάντροπε, εμέν τα συντυχαίνεις (Πουλολ. 329).

[<στερ. α‑ + τσιπώνω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες