Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατσίπωτος, επίθ.
-
- (Mεταφ.) αδιάντροπος:
- ατσίπωτε, αδιάντροπε, εμέν τα συντυχαίνεις (Πουλολ. 329).
[<στερ. α‑ + τσιπώνω. H λ. και σήμ.]
- (Mεταφ.) αδιάντροπος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<στερ. α‑ + τσιπώνω. H λ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |