Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαμπουίνος
1 εγγραφή
μπαμπουίνος ο.
  • 1) Είδος πιθήκου, μπαμπουίνος:
    • (Μπερτόλδος 83).
  • 2)
    • α) Προκ. για άνθρωπο τρελό, ανόητο:
      • αυτές οι γυναίκες σε έβγαλαν διά ένα μπαμπουίνον και … σου έκαμαν ετούτην την ζουρλήν ζήτην (Μπερτόλδος 35
    • β) προκ. για γελωτοποιό:
      • μπαμπουίνοι της αυλής (Μπερτολδίνος 116).

[<ιταλ. bab(b)uino. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες