Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάγκιψ
1 εγγραφή
μάγκιψ ο· μάγκιπας.
  • Φούρναρης:
    • Εάν ήμουν παραζυμωτής ή δουλευτής μαγκίπου (Προδρ. III 165).

[<λατ. manceps. Ο τ., καθώς και τ. μάντζιπας, σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 4. αι. (Kahane, GR II 508)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες