Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοντραστάρω· κοντρεστάρω· κουντραστάρω· κουντρεστάρω.
-
- 1) Εναντιώνομαι, ανταγωνίζομαι:
- ο Χάρος με τον άνθρωπον στέκουν και κοντραστάρου (Αλφ. 112).
- 2) Πολεμώ, αγωνίζομαι:
- να κουντρεστάρουν, … ώστε να την επάρουν (ενν. την Αμμόχουστον) (Θρ. Κύπρ. Μ 655).
[<ιταλ. contrastare. Οι τ. κοντρε‑ και κουντρα‑ και η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Εναντιώνομαι, ανταγωνίζομαι: