Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κονιδιάρης, επίθ.
-
- Γεμάτος κόνιδες, ψειριάρης:
- χοίρου … του κονιδιάρη (Διήγ. παιδ. 462).
[<ουσ. κόνιδα + κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. στο Somav. και σήμ. ποντ.]
- Γεμάτος κόνιδες, ψειριάρης:



