Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλέψιμο το.
-
- Κλοπή, κλεψιά:
- (Συναδ. φ. 66r).
[<αόρ. του κλέπτω + κατάλ. ‑ιμο. Η λ. στο Βλάχ. (‑ον) και σήμ.]
- Κλοπή, κλεψιά:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αόρ. του κλέπτω + κατάλ. ‑ιμο. Η λ. στο Βλάχ. (‑ον) και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |