Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλέψιμο
1 εγγραφή
κλέψιμο το.
  • Κλοπή, κλεψιά:
    • (Συναδ. φ. 66r).

[<αόρ. του κλέπτω + κατάλ. ιμο. Η λ. στο Βλάχ. (ον) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες